Μελάνωμα
Ο καρκίνος που αναπτύσσεται από τα μελανοκύτταρα, λέγεται μελάνωμα (άλλες ονομασίες: δερματικό μελάνωμα, κακοήθες μελάνωμα)
Συχνά, η πρώτη ένδειξη για το μελάνωμα είναι αλλαγή στο μέγεθος, σχήμα ή χρώμα ενός σπίλου (ελιάς). Φυσιολογικά ένας σπίλος είναι ένα καφέ, σκούρο ή μαύρο σημάδι στο δέρμα. Μπορεί να είναι επίπεδος ή επηρμένος και το σχήμα μπορεί να είναι στρογγυλό ή οβάλ. Οι σπίλοι είναι συνήθως μικροί, μικρότεροι από 0,5 εκατοστό.
Ξέρουμε ότι η υπεριώδης (UV) ακτινοβολία του ήλιου είναι ένας παράγοντας κινδύνου που αυξάνει την πιθανότητα προσβολής από μελάνωμα. Οι άνθρωποι με κόκκινα ή ξανθά μαλλιά, μπλε μάτια και γενικά ανοιχτόχρωμοι, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν μελάνωμα. Οι μαύροι λιγότερο συχνά εμφανίζουν τη νόσο, προφανώς γιατί έχουν περισσότερη μελανίνη στο δέρμα τους που τους προστατεύει. Ο κίνδυνος ανάπτυξης μελανώματος είναι μεγαλύτερος σε ανθρώπους με δυσπλαστικούς σπίλους ή οικογενειακό ιστορικό μελανώματος ή σε αυτούς με μεγάλους σπίλους (ελιές).
Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι κανόνας στην ιατρική κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το μελάνωμα: Όσο πιο έγκαιρα διαγιγνώσκεται, τόσο πιθανότερη είναι η πλήρης ίαση. Θα πρέπει τακτικά να εξετάζετε το δέρμα σας και οποιαδήποτε αλλαγή σε σπίλο ή εμφάνιση καινούριου θα πρέπει να σας οδηγεί στο δερματολόγο σας. Ειδικότερα αυτοί που ήδη έχουν ιστορικό μελανώματος, θα πρέπει τακτικά (ανά 3 – 6 μήνες) να εξετάζονται για τη πιθανότητα υποτροπής.
Πώς θεραπεύεται το μελάνωμα
Οι περισσότεροι ασθενείς αντιμετωπίζονται χειρουργικά. Το μελάνωμα και ένα μέρος υγιούς δέρματος γύρω από αυτό, αφαιρούνται. Μερικές φορές τοποθετείται και ένα μόσχευμα
Αν το μελάνωμα βρίσκεται σε αρχικό στάδιο τότε η χειρουργική αφαίρεσή του είναι αρκετή και μπορεί να προσφέρει πλήρη ίαση.
Αν το μελάνωμα είναι σε πιο προχωρημένο στάδιο τότε μπορεί να χρειαστεί να ελέγξουμε τις λεμφαδενικές μεταστάσεις κάνοντας συμπληρωματική εκτομή στην περιοχή της πρωτοπαθούς εστίας και έλεγχο για “λεμφαδένα φρουρό” με αφαίρεση των γειτονικών λεμφαδένων.
Το μελάνωμα είναι μια σύγχρονη νόσος. Λόγω του τρόπου ζωής μας και της υπερβολικής έκθεσης στις βλαπτικές ακτίνες του ήλιου τα τελευταία 20 – 30 χρόνια παρουσιάζεται έξαρση στον αριθμό των κρουσμάτων.